Αυτό είναι το βραβείο συμμετοχής στο παιχνίδι ιστοριών της Φλώρας. Δυστυχώς πάτωσα, αλλά δεν πειράζει αρκεί η συμμετοχή. Την ιστορία μου μπορείτε να την διαβάσετε παρακάτω. Ευχαριστώ όσους με ψήφισαν. Να ευχαριστήσω και τη Φλώρα για την ευκαιρία που μου έδωσε να συμμετάσχω.
Έτσι… δίχως λόγο.
Αυτός χειμώνας ήταν ο πιο δύσκολος. Δεν ήταν τόσο το κρύο. Το είχαν συνηθίσει. Ήταν ο ξαφνικός χαμός του πατέρα. Έμειναν μόνες τους, χωρίς προστάτη. Η Μαριώ, σχεδόν ανήμπορη να αρπάξει το ηνίο της οικογένειας. Η κόρη μόλις είχε καβατζάρει τα 19.
Η πενιχρή σύνταξη του άντρα της δεν έφτανε ούτε για τα βασικά. Και έτσι ξενόπλενε πότε - πότε. Μα μισέρεψε. Αν και δεν ήταν πολύ μεγάλη, τα πόδια της δεν την βαστούσαν.
-Εγώ θα πάω μάνα να δουλέψω. Είπε η Ζωή.
-Εσύ; Κορίτσι πράμα; Τι θα πει η γειτονιά;
-Θες να πεθάνουμε μάνα;
Η Ζωή είχε μια υποφερτή φωνή. Τραγουδούσε καμιά φορά στη γειτονιά. Μαζεύονταν όλος ο μαχαλάς να την ακούσει, σε ακτίνα πέντε τετραγώνων. Και ο πατέρας της την καμάρωνε.
-Το τζιβαέρι μου είναι αυτό, έλεγε.
Εκεί πίσω από τον Αϊ Φανούρη ήταν μια ταβέρνα. Μπας κλας, αλλά ήταν στην μόδα αυτά. Ερχόταν όλος ο καλός ο κόσμος, να δει πως ζει ο κοσμάκης. Να ταΐσει για λίγο την ματαιοδοξία του. Και να γυρίσει ξανά στην ασφαλή δυστυχία του πλούτου.
Ο κυρ Φάνης της το ξεκαθάρισε. Δυο μεροκάματα. Τόσα μπορούσε να της δώσει. Τις άλλες μέρες είχε την Αγγέλα. Σκληρή γυναίκα. Σαν άντρας. Ανύπαντρη στα 40 πατημένα. Χωρίς άμιλλα στη δουλειά. Χωρίς γλυκάδα.
Η Ζωή ξεκίνησε δειλά, μα με αυτοπεποίθηση. Την λάτρεψε τη δουλειά της. Πόσο θα ήθελε να ζει ο πατέρας να την έβλεπε. Αν και ήξερε ότι δεν θα την άφηνε να το κάνει.
Στη γειτονιά άρχισαν τα κουτσομπολιά. Μέχρι και παστρικιά την είπαν.
-Κυρά Μαριώ, αφήνεις την θυγατέρα σου να είναι μια τραγουδιάρα;
Η Μαριώ δεν αποκρινόταν. Όχι ότι δεν την πείραζε. Δεν είχε άλλη επιλογή. Έβρισκε όμως και μια κρυφή ικανοποίηση σε αυτό. Ότι η κόρη της δεν έμοιαζε με τις άλλες. Έκανε αυτό που η ίδια δεν τόλμησε.
Με τον καιρό η Ζωή έλαμψε. Τα δύο μεροκάματα έγιναν τέσσερα. Και σε λίγο καιρό εκτόπισε την Αγγέλα, δεν άφησε ίχνος από αυτή. Εκείνη έφυγε απ΄ το κακό της και πήγε σε άλλη γειτονιά.
Δούλευε χωρίς διακοπή, όχι για τα χρήματα, αλλά γιατί για πρώτη φορά στη ζωή της έκανε κάτι που τη γέμιζε έως πάνω.
Η Μαριώ όμως δεν είχε πάει ούτε μια φορά να την δει. Θες από ντροπή, θες από φόβο.
-Μάνα απόψε θα ‘ρθεις.
Έκατσε σε μια γωνιά. Και ξαφνικά, λες και δεν είχε ακούσει ξανά την κόρη της να τραγούδα, είδε έναν άλλον κόσμο μπροστά της.
-Το τζιβαέρι μας είναι αυτό Μελέτη μου… ψέλλισε και έβαλε τα κλάματα.
Μόλις η Ζωή τελείωσε πήγε κοντά της
-Μάνα γιατί έκλαιγες;
-Από χαρά μάτια μου… και της χάιδεψε το μάγουλο.
-Το αγαπώ αυτό μάνα.
-Το βλέπω μάτια μου. Αλλά να βρεις και ένα καλό παιδί να παντρευτείς. Μη μείνεις έτσι σαν την Αγγέλα.
-Θα γίνει κι αυτό μάνα, μη χολοσκάς. Σ΄ αγαπάω μάνα γιατί είσαι πονετικιά και πάντα με νιώθεις. Δε μοιάζεις με τις άλλες.
-Και γω σ΄ αγαπάω μάτια μου… έτσι… δίχως λόγο.